Σουλεϊμάν πασάς

Σουλεϊμάν πασάς
Όνομα διάφορων Τούρκων αξιωματούχων. 1. Στρατηγός (1840-1883). Πολέμησε στις επιχειρήσεις της Κρήτης. Το 1876 πήρε μέρος στην επανάσταση για την εκθρόνιση του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Στο ενεργητικό του καταγράφονται η καταστολή της εξέγερσης των Μαυροβουνίων καθώς και η οργάνωση εκστρατείας εναντίον των Ρώσων, που εισέβαλαν στη Θράκη με επικεφαλής το Ρώσο στρατηγό Γούρκο. Ο Σ. απέκρουσε τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά τελικά ηττήθηκε στα στενά της Σίπκας και υποχώρησε, περνώντας από τη Ροδόπη. Ο Σ. κατηγορήθηκε για έσχατη προδοσία και καταδικάστηκε σε δεκαπέντε ετών φυλάκιση, ύστερα όμως από μικρό χρονικό διάστημα του απονεμήθηκε χάρη. 2. Μέγας βεζίρης στα χρόνια του Αχμέτ. Γ’. Δούλος αρχικά του αρχιευνούχου των ανακτόρων, έφτασε στο βαθμό του αρχιυπασπιστή. Μέγας βεζύρης έγινε το 1712. Παύτηκε το 1713 και, αργότερα, εκτοπίστηκε αρχικά στην Κω και μετά στη Ρόδο, όπου και πέθανε το (1715). 3. Αρμένιος στην καταγωγή, γνωστός ως Σ. π. Μαλάτιαλι. Έγινε μέγας βεζίρης στα χρόνια του Μωάμεθ του Δ’. Διατέλεσε και διοικητής της Κρήτης. Ήταν σύζυγος της σουλτάνας Αϊσέ. Παύτηκε από τη θέση του έπειτα από μια πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη. 4. Ο πρώτος χρονολογικά ναύαρχος (καπετάν πασάς) της Τουρκίας. Διορίστηκε στα χρόνια του Μουράτ του B’. Ο Σ. π. πήρε μέρος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αλλ’ ηττήθηκε σε ναυμαχία με ένα βυζαντινό και τρία γενοβέζικα πλοία (20 Απριλίου 1853). Ο σουλτάνος τόσο χολώθηκε ώστε τον χτύπησε στο πρόσωπο με μια πέτρα και του έβγαλε το ένα μάτι. Από τότε χάνονται τα ίχνη του. 5. Μέγας βεζίρης στα χρόνια του Μωάμεθ Δ’. Οι ήττες όμως του τουρκικού στρατού στον πόλεμο εναντίον των Ούγγρων και των Βενετών, στοίχισαν στο σουλτάνο το θρόνο του και στο βεζίρη τη ζωή του (1687). 6. Γιος του σουλτάνου Ορχάν (1326-1359). Το 1338 έγινε μεγάλος βεζίρης. Βοήθησε τον αυτοκράτορα Καντακουζηνό στον πόλεμο εναντίον του Ιωάννη Παλαιολόγου. Πέθανε το 1359. 7. Μέγας βεζίρης στα χρόνια του Σουλεϊμάν του B’. Διατέλεσε διοικητής, της Αιγύπτου. Παύτηκε το 1544. Πέθανε το 1549. Έργο άγνωστου λαϊκού καλλιτέχνη, σε χειρόγραφο κώδικα, που παριστάνει τον Σουλεϊμάν τον Β’ να επιτηρεί τις επιχειρήσεις γύρω από το Βελιγράδι (1521) (Βιβλιοθήκη Τοπκαπί, Κωνσταντινούπολη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον …   Dictionary of Greek

  • Τίρανα — (Tiranë). Πόλη (239.400 κάτ.), πρωτεύουσα της Αλβανίας· βρίσκεται σε υψόμ. 110 μ. σε μια ευρεία και εύφορη λεκάνη στο κεντρικό τμήμα της χώρας και συνδέεται με το λιμάνι του Δυρραχίου (Durrës) στην Αδριατική οδικά και σιδηροδρομικά. Την ίδρυσε το …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ — I Όνομα διαφόρων ηγεμόνων κρατών της ανατολικής Ασίας, τα οποία κατοικήθηκαν στη διάρκεια των 13ου και 14ου αι. από μογγολικές φυλές. Α. λεγόταν επίσης και ένας σάχης του Ιράν (Ταυρίδα 1898 – Παρίσι 1930). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”